παρατράγωδος

παρατράγωδος
-ον, Α
1. ο άκαιρα, υπερβολικά, πέρα από το μέτρο τραγικός
2. συνεκδ. πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τραγῳδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρατράγῳδον — παρατράγῳδος pseudo tragic masc/fem acc sg παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατράγῳδα — παρατράγῳδος pseudo tragic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατραγωδώ — έω, Α [παρατράγῳδος] μιλώ, διηγούμαι κάτι όπως οι τραγικοί, μιμούμαι το τραγικό ύφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”